ἐπιμερής: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(6_7)
(13)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπιμερής''': ἐς, «[[ἐπιμερής]]· [[ἀριθμὸς]] οὕτω λέγεται, [[ὅταν]] ὁ μείζων τοῦ ἐλάττονος ὑπερέχῃ μέρει τινὶ» Ἡσύχ., ἴδε [[ἐπιμόριος]].
|lstext='''ἐπιμερής''': ἐς, «[[ἐπιμερής]]· [[ἀριθμὸς]] οὕτω λέγεται, [[ὅταν]] ὁ μείζων τοῦ ἐλάττονος ὑπερέχῃ μέρει τινὶ» Ἡσύχ., ἴδε [[ἐπιμόριος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[ἐπιμερής]], -ές)<br />[[αριθμός]] που περιέχει ακέραιο και [[κλάσμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[επιμερής]] [[λόγος]]» — [[αρμονικός]] [[λόγος]] συμφωνιών του οποίου ο [[μείζων]] όρος περιέχει τον ελάσσονα και μέρη του (5:3, 8:5, 4:3).
}}
}}

Revision as of 07:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιμερής Medium diacritics: ἐπιμερής Low diacritics: επιμερής Capitals: ΕΠΙΜΕΡΗΣ
Transliteration A: epimerḗs Transliteration B: epimerēs Transliteration C: epimeris Beta Code: e)pimerh/s

English (LSJ)

ές,

   A superpartient, of numbers of the form 1+2/x, 1+3/x, etc., Theo Sm.p.76H., Nicom.Ar.1.17, al.; cf. ἐπιμόριος.

German (Pape)

[Seite 962] ές, das Ganze u. mehrere Theile enthaltend, Nicom. arithm. 1, 20, z. B. 12/3; λόγος, das Verhältniß 5: 3. Vgl. ἐπιμόριος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιμερής: ἐς, «ἐπιμερής· ἀριθμὸς οὕτω λέγεται, ὅταν ὁ μείζων τοῦ ἐλάττονος ὑπερέχῃ μέρει τινὶ» Ἡσύχ., ἴδε ἐπιμόριος.

Greek Monolingual

-ές (Α ἐπιμερής, -ές)
αριθμός που περιέχει ακέραιο και κλάσμα
νεοελλ.
φρ. «επιμερής λόγος» — αρμονικός λόγος συμφωνιών του οποίου ο μείζων όρος περιέχει τον ελάσσονα και μέρη του (5:3, 8:5, 4:3).