ἐπιμάστιος: Difference between revisions
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(6_15) |
(13) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιμάστιος''': -ον, (μαστὸς) = τῷ προηγ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1734, [[Πολυδ]]. Β΄, 8. | |lstext='''ἐπιμάστιος''': -ον, (μαστὸς) = τῷ προηγ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1734, [[Πολυδ]]. Β΄, 8. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιμάστιος]], -ον (Α)<br />[[επιμαστίδιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μάστιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μαστός]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ποτι</i>-<i>μάστιος</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:11, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (μαστός) = foreg., A.R.4.1734, Poll.2.8.
German (Pape)
[Seite 960] = Vor., Poll. 2, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμάστιος: -ον, (μαστὸς) = τῷ προηγ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1734, Πολυδ. Β΄, 8.
Greek Monolingual
ἐπιμάστιος, -ον (Α)
επιμαστίδιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -μάστιος (< μαστός), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ποτι-μάστιος)].