ἐπίπαιμα: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_21) |
(13) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίπαιμα''': τό, «[[ἐπίπταισμα]], [[πρόσκομμα]]» Ἡσύχ. | |lstext='''ἐπίπαιμα''': τό, «[[ἐπίπταισμα]], [[πρόσκομμα]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἐπίμαιμα και [[ἐπίπαισμα]], τὸ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἐπίπαισμα]]<br />[[πρόσκομμα]]». | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A = ἐπίπταισμα, πρόσκομμα, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίπαιμα: τό, «ἐπίπταισμα, πρόσκομμα» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἐπίμαιμα και ἐπίπαισμα, τὸ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἐπίπαισμα
πρόσκομμα».