ἐρυθῖνος: Difference between revisions
From LSJ
Κενῆς δὲ δόξης οὐδὲν ἀθλιώτερον → Nihil est inani gloria infelicius → Als leerer Ruhm jedoch ist nichts unseliger
(6_14) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρῠθῖνος''': ὁ, [[ἐρυθρῖνος]], Ἠνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, 3, Ὀππ. Ἀλ. 1. 97. - Καθ’ Ἡσύχ. «Ἐρυθῖνοι˙ [[πόλις]] καὶ [[χώρα]] ἐν Παφλαγονίᾳ. καὶ [[εἶδος]] ἰχθύος». | |lstext='''ἐρῠθῖνος''': ὁ, [[ἐρυθρῖνος]], Ἠνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, 3, Ὀππ. Ἀλ. 1. 97. - Καθ’ Ἡσύχ. «Ἐρυθῖνοι˙ [[πόλις]] καὶ [[χώρα]] ἐν Παφλαγονίᾳ. καὶ [[εἶδος]] ἰχθύος». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἐρυθῑνος, ὁ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[ερυθρίνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A = ἐρυθρῖνος, Henioch.3.3, D.L.8.19, Opp.H.1.97.
German (Pape)
[Seite 1036] ὁ, = ἐρυθρῖνος, Amips. Ath. VI, 271; Opp. H. 1, 97.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῠθῖνος: ὁ, ἐρυθρῖνος, Ἠνίοχος ἐν «Πολυπράγμονι» 1, 3, Ὀππ. Ἀλ. 1. 97. - Καθ’ Ἡσύχ. «Ἐρυθῖνοι˙ πόλις καὶ χώρα ἐν Παφλαγονίᾳ. καὶ εἶδος ἰχθύος».
Greek Monolingual
ἐρυθῑνος, ὁ (Α)
βλ. ερυθρίνος.