ἐρυθρῖνος

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυθρῖνος Medium diacritics: ἐρυθρῖνος Low diacritics: ερυθρίνος Capitals: ΕΡΥΘΡΙΝΟΣ
Transliteration A: erythrînos Transliteration B: erythrinos Transliteration C: erythrinos Beta Code: e)ruqri=nos

English (LSJ)

also ἐρυθῖνος (q.v.), ὁ, a hermaphrodite fish, prob.
A Serranus anthias, Arist.HA538a20.
2 a sea-fish, prob. Pagellus erythrinus, Speus. ap. Ath.7.300e, Hierocl.in CA26p.480M., etc.

German (Pape)

[Seite 1036] ὁ, eine rothe Meerbarbe, Arist. H. A. 4, 11. 6, 13 u. öfter; Ath. VII, 327 c.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυθρῖνος:барабулька (рыба, предполож. Mullus surmeletus L) Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυθρῖνος: ὁ, λυθρῖνι ἢ λυθρινάρι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 8, κ. ἀλλ., Ἀθήν. 300Ε, F, 327Β, C. Ἴδε σημ. Κοραῆ εἰς Ξενοκράτ. καὶ Γαληνὸν σ. 61.

Greek Monolingual

ο (AM ἐρυθρῖνος, Α και ἐρυθῖνος)
ζωολ. γένος τελεόστεων ψαριών της οικογένειας τών σπαριδών, κν. λυθρίνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. ερυθρ-ίνος < ερυθρός. Ο τ. ερυθίνος από το ερυθρίνος με ανομοίωση. Από το αρχ. ερυθρίνος προήλθε και το νεοελλ. λυθρίνι, με ανομοίωση του πρώτου -ρ- σε -λ-].