ερωτισμός: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
(No difference)
|
Revision as of 07:13, 29 September 2017
Greek Monolingual
ο
υπερβολική επιθυμία για ικανοποίηση του γενετήσιου ενστίκτου και επιζήτηση αισθησιασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. erotism). Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Α. Γ. Μαυρουκάκη στην εφημερίδα Άστυ].