ἐρυγή: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
(6_9) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρῠγή''': ἡ, [[ἐρευγμός]], Λατ. eructatio, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 529, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. ΙΙ. «[[φωνή]], βοή τις» Ἡσύχ. («ἐρυγεῖν˙ φωνεῖν, φωνῆσαι» Schmidt). | |lstext='''ἐρῠγή''': ἡ, [[ἐρευγμός]], Λατ. eructatio, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 529, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. ΙΙ. «[[φωνή]], βοή τις» Ἡσύχ. («ἐρυγεῖν˙ φωνεῖν, φωνῆσαι» Schmidt). | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[ἐρυγή]]) [[[ερεύγομαι]] (I)]<br /><b>1.</b> <b>βλ.</b> [[ερευγμός]]<br /><b>2.</b> [[φωνή]], [[βρυχηθμός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A belching, Sch.Ar.Pax528,Aret.SD1.5, Gal.1.629. II bellowing, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1035] ἡ, das Rülpsen, Aufstoßen, Speien, Hippocr.; Schol. Ar. Pax 428 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρῠγή: ἡ, ἐρευγμός, Λατ. eructatio, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 529, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 5. ΙΙ. «φωνή, βοή τις» Ἡσύχ. («ἐρυγεῖν˙ φωνεῖν, φωνῆσαι» Schmidt).
Greek Monolingual
η (AM ἐρυγή) [[[ερεύγομαι]] (I)]
1. βλ. ερευγμός
2. φωνή, βρυχηθμός.