ἐπιχρόνιος: Difference between revisions
From LSJ
Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst
(6_16) |
(14) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχρόνιος''': -ον, διαρκῶν ἐπὶ χρόνον, [[μακρός]], [[μακροχρόνιος]], Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 14 ([[ἔνθα]] ὁ κῶδ. ἐπιχθόνιοι): - θηλ. ἐπιχρονία Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 9, 3. | |lstext='''ἐπιχρόνιος''': -ον, διαρκῶν ἐπὶ χρόνον, [[μακρός]], [[μακροχρόνιος]], Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 14 ([[ἔνθα]] ὁ κῶδ. ἐπιχθόνιοι): - θηλ. ἐπιχρονία Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 9, 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιχρόνιος]], -ον (Α)<br />αυτός που διαιρκεί αρκετό χρόνο. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
α, ον,
A lasting for a time, long, Cic.Att.6.9.3.
German (Pape)
[Seite 1005] langdauernd, ἐποχή, Cic. ad Att. 6, 9; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρόνιος: -ον, διαρκῶν ἐπὶ χρόνον, μακρός, μακροχρόνιος, Ἡράκλειτ. παρὰ Διογ. Λ. 9. 14 (ἔνθα ὁ κῶδ. ἐπιχθόνιοι): - θηλ. ἐπιχρονία Κικ. πρὸς Ἀττ. 6. 9, 3.
Greek Monolingual
ἐπιχρόνιος, -ον (Α)
αυτός που διαιρκεί αρκετό χρόνο.