ἑτοιμοκόλλιξ: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(6_12)
(14)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑτοιμοκόλλιξ''': ῐκος, ὁ, ὁ χορηγῶν ἑτοίμως «κολλίκια» ἢ «κουλλούρια», Κωμ. Ἀνών. 163 (Ἡσύχ. ἐν λ. [[ὀλισβοκόλλιξ]]).
|lstext='''ἑτοιμοκόλλιξ''': ῐκος, ὁ, ὁ χορηγῶν ἑτοίμως «κολλίκια» ἢ «κουλλούρια», Κωμ. Ἀνών. 163 (Ἡσύχ. ἐν λ. [[ὀλισβοκόλλιξ]]).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτοιμοκόλλιξ]], ὁ (Α)<br />αυτός που δίνει δωρεάν, που μοιράζει κόλλικας, δηλ. κουλλούρια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[έτοιμος]] <span style="color: red;">+</span> [[κόλλιξ]] «[[κουλλούρι]]»].
}}
}}

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμοκόλλιξ Medium diacritics: ἑτοιμοκόλλιξ Low diacritics: ετοιμοκόλλιξ Capitals: ΕΤΟΙΜΟΚΟΛΛΙΞ
Transliteration A: hetoimokóllix Transliteration B: hetoimokollix Transliteration C: etoimokolliks Beta Code: e(toimoko/llic

English (LSJ)

ῐκος, ὁ,

   A one who gives rolls freely, Com.Adesp.1094.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμοκόλλιξ: ῐκος, ὁ, ὁ χορηγῶν ἑτοίμως «κολλίκια» ἢ «κουλλούρια», Κωμ. Ἀνών. 163 (Ἡσύχ. ἐν λ. ὀλισβοκόλλιξ).

Greek Monolingual

ἑτοιμοκόλλιξ, ὁ (Α)
αυτός που δίνει δωρεάν, που μοιράζει κόλλικας, δηλ. κουλλούρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + κόλλιξ «κουλλούρι»].