ετοιμοτρεπής: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
(14)
(No difference)

Revision as of 07:13, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἑτοιμοτρεπής, -ές (Α)
αυτός που εύκολα τρέπεται ή οδηγείται σε κάτι («ἑτοιμοτρεπὴς εἰς ἁμαρτίαν», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -τρεπής (< τρέπω), πρβλ. ευ-τρεπής].