εὐέστιος: Difference between revisions
From LSJ
Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλος → Felix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund
(6_16) |
(15) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐέστιος''': -ον, ἐπὶ τῆς Δήλου, ἡ οὖσα ἐν καλῇ θέσει, ἡ κατέχουσα καλὴν θέσιν μεταξὺ τῶν νήσων, Καλλ. εἰς Δῆλ. 325. | |lstext='''εὐέστιος''': -ον, ἐπὶ τῆς Δήλου, ἡ οὖσα ἐν καλῇ θέσει, ἡ κατέχουσα καλὴν θέσιν μεταξὺ τῶν νήσων, Καλλ. εἰς Δῆλ. 325. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐέστιος]], -ον (Α) [[ευεστώ]]<br />αυτός που ακμάζει, που ευημερεί. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, (εὐεστώ)
A prosperous, of Delos, Call.Del.325; γῆρας Id.Epigr. in Berl.Sitzb.1912.548.
German (Pape)
[Seite 1066] mit schönem Heerde, schön zu bewohnen, Callim. Del. 325.
Greek (Liddell-Scott)
εὐέστιος: -ον, ἐπὶ τῆς Δήλου, ἡ οὖσα ἐν καλῇ θέσει, ἡ κατέχουσα καλὴν θέσιν μεταξὺ τῶν νήσων, Καλλ. εἰς Δῆλ. 325.