εὔινος: Difference between revisions

From LSJ

νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life

Source
(6_15)
(15)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔῑνος''': -ον, (ἴς) ἔχων ἰσχυρὰς ἶνας, [[ξύλον]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1.
|lstext='''εὔῑνος''': -ον, (ἴς) ἔχων ἰσχυρὰς ἶνας, [[ξύλον]] Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1.
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔινος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχυρές ίνες («[[ξύλον]] εὔχρουν, ἰσχυρόν, εὔινον», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ις</i>, <i>ινός</i> «ίνα»].
}}
}}

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔῑνος Medium diacritics: εὔινος Low diacritics: εύινος Capitals: ΕΥΙΝΟΣ
Transliteration A: eúinos Transliteration B: euinos Transliteration C: eyinos Beta Code: eu)/inos

English (LSJ)

ον, (ἴς)

   A with stout fibres, ξύλον Thphr.HP3.10.1, Ign.72.

German (Pape)

[Seite 1073] starkfaserig, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

εὔῑνος: -ον, (ἴς) ἔχων ἰσχυρὰς ἶνας, ξύλον Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 1.

Greek Monolingual

εὔινος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχυρές ίνες («ξύλον εὔχρουν, ἰσχυρόν, εὔινον», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ις, ινός «ίνα»].