ευκτήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(15)
(No difference)

Revision as of 07:14, 29 September 2017

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ εὐκτήριος, -ία, -ον)
1. (για ναό) αυτός στον οποίο εκπέμπονται ευχές προς τον θεό, ο προορισμένος για προσευχή
2. το ουδ. ως ουσ. το ευκτήριο
μέρος όπου λατρεύεται ο Θεός, ναός, παρεκκλήσι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ-τήριος < ρίζα ευχ- (εύχομαι) + κατάλ. -τήριος. Με σίγηση του προτονικού φωνήεντος και απλοποίηση του αρχικού συμφωνικού συμπλέγματος (efktirios > fktirios > ktirios) στη φράση ευκτήριος (οίκος) προέκυψε το κτήριο με σημασία «οικοδόμημα»].