εὐξυλοεργός: Difference between revisions
From LSJ
(6_17) |
(15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐξυλοεργός''': -όν, καλὸς πρὸς τὴν ἐργασίαν τοῦ ξύλου, ὕλης πελεκήτορας εὐξυλοεργοὺς Μανέθων 4. 324. | |lstext='''εὐξυλοεργός''': -όν, καλὸς πρὸς τὴν ἐργασίαν τοῦ ξύλου, ὕλης πελεκήτορας εὐξυλοεργοὺς Μανέθων 4. 324. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐξυλοεργός]], -όν (Α)<br />ο [[επιτήδειος]] στην [[κατεργασία]] του ξύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ξυλο</i>-<i>εργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ξύλον]] <span style="color: red;">+</span> -<i>εργός</i> <span style="color: red;"><</span> [[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αγαθο</i>-<i>εργός</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
όν,
A skilled in carpentry, πελεκήτορες Man.4.324.
Greek (Liddell-Scott)
εὐξυλοεργός: -όν, καλὸς πρὸς τὴν ἐργασίαν τοῦ ξύλου, ὕλης πελεκήτορας εὐξυλοεργοὺς Μανέθων 4. 324.
Greek Monolingual
εὐξυλοεργός, -όν (Α)
ο επιτήδειος στην κατεργασία του ξύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξυλο-εργός (< ξύλον + -εργός < έργον), πρβλ. αγαθο-εργός].