εφηλώνω: Difference between revisions

From LSJ

δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely

Source
(15)
(No difference)

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Greek Monolingual

και εφηλώ (Α ἐφηλῶ, -όω) έφηλος
καρφώνω, προσηλώνω, καθηλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο
αρχ.
παθ. ἐφηλοῡμαι, -όομαι
α) καρφώνομαι στερεά
β) μτφ. εγκαθίσταμαι οριστικά («τῶνδ' ἐφήλωται τορῶς γόμφος διαμπάξ», Αισχύλ.).