έχθρα: Difference between revisions
From LSJ
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
(15) |
(No difference)
|
ὁ γοῦν κυνικὸς Μένιππος ἁλμοπότιν τὴν Μύνδον φησίν (Athenaios 1.34e) → At any rate the Cynic (satirist) Menippus says that Myndus is a brine-drinking town.
(15) |
(No difference)
|
η και έχτρα και έχθρητα και όχτρητα (ΑΜ ἔχθρα, Α ιων. τ. ἔχθρη) εχθρός
εχθρική διάθεση, εχθρότητα, απέχθεια, αποστροφή, μίσος («ἀρχὴν τῆς ἔχθρης τῆς ἐς τοὺς Ἕλληνας», Ηρόδ.)
αρχ.
παροιμ. «Ἐμπεδοκλέους ἔχθρα» — άσβεστο μίσος.