ἐφίστιος: Difference between revisions

From LSJ

ἀεὶ Λιβύη φέρει τι καινόν → Libya always bears something new

Source
(CSV import)
 
(15)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=e)fi/stios
|Beta Code=e)fi/stios
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ἐφέστιος]].</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ἐφέστιος]].</span>
}}
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α [[ἐφίστιος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που βρίσκεται, που κρέμεται, που [[είναι]] προσαρμοσμένος στον ιστό («[[ἐφίστιος]] [[φανός]]»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>επιγρ.</b> ιων. τ. του [[εφέστιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[ἱστός]].
}}
}}

Revision as of 07:15, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφίστιος Medium diacritics: ἐφίστιος Low diacritics: εφίστιος Capitals: ΕΦΙΣΤΙΟΣ
Transliteration A: ephístios Transliteration B: ephistios Transliteration C: efistios Beta Code: e)fi/stios

English (LSJ)

   A v. ἐφέστιος.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἐφίστιος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που βρίσκεται, που κρέμεται, που είναι προσαρμοσμένος στον ιστό («ἐφίστιος φανός»)
αρχ.
επιγρ. ιων. τ. του εφέστιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱστός.