ζυγοποιός: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(6_18) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῠγοποιός''': -όν, ὁ κατασκευάζων ζυγοὺς (ἁμάξης), Φερεκράτ. Περσ. 1. 1. | |lstext='''ζῠγοποιός''': -όν, ὁ κατασκευάζων ζυγοὺς (ἁμάξης), Φερεκράτ. Περσ. 1. 1. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ζυγοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ζυγούς άμαξας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζυγός]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A maker of yokes, Pherecr.130.
German (Pape)
[Seite 1141] der Joche verfertigt, Pherecr. Ath. VI, 269 c.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγοποιός: -όν, ὁ κατασκευάζων ζυγοὺς (ἁμάξης), Φερεκράτ. Περσ. 1. 1.
Greek Monolingual
ζυγοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει ζυγούς άμαξας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζυγός + -ποιος (< ποιώ)].