ζωομύριστος: Difference between revisions

From LSJ

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
(6_18)
 
(16)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωομύριστος''': -ον, ὁ μυρίζων, ἐνέχων ζωήν, ζωομύριστον [[ξύλον]] ὁ σταυρὸς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne).
|lstext='''ζωομύριστος''': -ον, ὁ μυρίζων, ἐνέχων ζωήν, ζωομύριστον [[ξύλον]] ὁ σταυρὸς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne).
}}
{{grml
|mltxt=[[ζωομύριστος]], -ον (Μ)<br />αυτός που αναδίδει, που ενέχει ζωή («ζωομύριστον [[ξύλον]] ὁ [[σταυρός]]», Στουδ. Θεόδ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>μύριστος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυρίζω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μοσκο</i>-<i>μύριστος</i>, <i>ροδο</i>-<i>μύριστος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ζωομύριστος: -ον, ὁ μυρίζων, ἐνέχων ζωήν, ζωομύριστον ξύλον ὁ σταυρὸς Θ. Στουδ. σ. 721 (Migne).

Greek Monolingual

ζωομύριστος, -ον (Μ)
αυτός που αναδίδει, που ενέχει ζωή («ζωομύριστον ξύλονσταυρός», Στουδ. Θεόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -μύριστος (< μυρίζω), πρβλ. μοσκο-μύριστος, ροδο-μύριστος].