ζῳοτροφικός: Difference between revisions
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
(6_10) |
(16) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζῳοτροφικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς τροφὴν ζῴων, Πλάτ. Πολιτ. 263Ε· ἡ ζῳοτροφικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) = ζωοτροφία, [[αὐτόθι]] 267Α. | |lstext='''ζῳοτροφικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] πρὸς τροφὴν ζῴων, Πλάτ. Πολιτ. 263Ε· ἡ ζῳοτροφικὴ (ἐνν. [[τέχνη]]) = ζωοτροφία, [[αὐτόθι]] 267Α. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ή, -ό [[[ζωοτροφία]] (Ι)]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτροφία]] (Ι)<br /><b>2.</b> αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες.———————— <b>(II)</b><br />-ή, -ό (AM [[ζῳοτροφικός]], -ή, -όν) [[[ζωοτροφία]] (ΙΙ)]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη [[ζωοτροφία]] (ΙΙ), [[κατάλληλος]] για τη [[ζωοτροφία]] (ΙΙ). ζωοκομικός, [[ζωοτεχνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ ζῳοτροφική</i> (ενν. [[τέχνη]])<br />η [[ζωοτροφία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:16, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A connected with the feeding of animals, ib.263e: ἡ -κή (sc. τέχνη),= ζῳοτροφία, ib.267b.
German (Pape)
[Seite 1144] ή, όν, das Füttern, Halten von Thieren betreffend, Plat. Polit. 263 e; ἡ -κή 267 a.
Greek (Liddell-Scott)
ζῳοτροφικός: -ή, -όν, κατάλληλος πρὸς τροφὴν ζῴων, Πλάτ. Πολιτ. 263Ε· ἡ ζῳοτροφικὴ (ἐνν. τέχνη) = ζωοτροφία, αὐτόθι 267Α.
Greek Monolingual
(I)
-ή, -ό [[[ζωοτροφία]] (Ι)]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (Ι)
2. αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες.———————— (II)
-ή, -ό (AM ζῳοτροφικός, -ή, -όν) [[[ζωοτροφία]] (ΙΙ)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (ΙΙ), κατάλληλος για τη ζωοτροφία (ΙΙ). ζωοκομικός, ζωοτεχνικός
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ ζῳοτροφική (ενν. τέχνη)
η ζωοτροφία.