ημίκουρος: Difference between revisions
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(16) |
(No difference)
|
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
(16) |
(No difference)
|
ἡμίκουρος, -ον (Α)
πάπ. κουρεμένος εν μέρει ή κακώς, μισοκουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί-κουρος, νεό-κουρος].