ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar
ἡμίκουρος, -ον (Α)πάπ. κουρεμένος εν μέρει ή κακώς, μισοκουρεμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφίκουρος, νεόκουρος].