ημίκουρος

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source

Greek Monolingual

ἡμίκουρος, -ον (Α)
πάπ. κουρεμένος εν μέρει ή κακώς, μισοκουρεμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφίκουρος, νεόκουρος].