ἡμίκυπρον: Difference between revisions

From LSJ

φύσις ἁπάντων τῶν διδαγμάτων κρατεῖ → Natura superat omne doctrinae genusNatur ist überlegen jedem Unterricht

Menander, Monostichoi, 213
(6_21)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίκυπρον''': τό, (κύπρος ΙΙ. 2) [[μέτρον]] τι, = modius, Ἱππῶν. 17˙ - Ἡσύχ. «ἥμισυ μεδίμνου».
|lstext='''ἡμίκυπρον''': τό, (κύπρος ΙΙ. 2) [[μέτρον]] τι, = modius, Ἱππῶν. 17˙ - Ἡσύχ. «ἥμισυ μεδίμνου».
}}
{{grml
|mltxt=[[ἡμίκυπρον]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> [[είδος]] μέτρου<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἥμισυς]] [[μέδιμνος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[κύπρος]] ([[μέτρο]] σιτηρών)].
}}
}}

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίκυπρον Medium diacritics: ἡμίκυπρον Low diacritics: ημίκυπρον Capitals: ΗΜΙΚΥΠΡΟΝ
Transliteration A: hēmíkypron Transliteration B: hēmikypron Transliteration C: imikypron Beta Code: h(mi/kupron

English (LSJ)

τό, (

   A κύπρος 11.2) a measure, Hippon.24; said to = 1/2 μέδιμνος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1168] τό, ein Maaß, nach Hesych. ein halber Medimnus; vgl. Poll. 4, 164. 10, 113.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίκυπρον: τό, (κύπρος ΙΙ. 2) μέτρον τι, = modius, Ἱππῶν. 17˙ - Ἡσύχ. «ἥμισυ μεδίμνου».

Greek Monolingual

ἡμίκυπρον, τὸ (Α)
1. είδος μέτρου
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἥμισυς μέδιμνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + κύπρος (μέτρο σιτηρών)].