ημισαπής: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(16)
(No difference)

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἡμισαπής, -ές (Α)
αυτός που έχει σαπίσει κατά το ήμισυ, ο μισοσαπισμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -σαπής (< σήπομαι «σαπίζω»), πρβλ. ακρο-σαπής, α-σαπής].