ημερόχειρος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source
(16)
(No difference)

Revision as of 07:16, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἡμερόχειρος, -ον (Α)
ο εξημερωμένος («ἡμερόχειρον ὄφιν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμερος + -χειρός (< χειρ, η, «χέρι»), πρβλ. αυτό-χειρος, πρό-χει-ρος].