θεόμιμος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(6_17)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θεόμῑμος''': -ον, μιμούμενος τὸν θεόν, [[θεῖος]], βασιλεία Διωτογέν. παρὰ Στοβ. 331. 20· - καὶ θεομίμητος, ον, [[δύναμις]] Ἐκκλ.
|lstext='''θεόμῑμος''': -ον, μιμούμενος τὸν θεόν, [[θεῖος]], βασιλεία Διωτογέν. παρὰ Στοβ. 331. 20· - καὶ θεομίμητος, ον, [[δύναμις]] Ἐκκλ.
}}
{{grml
|mltxt=[[θεόμιμος]], -ον (Α)<br />αυτός που μιμείται θεό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μιμος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μίμος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>γυναικό</i>-<i>μιμος</i>, <i>παντό</i>-<i>μιμος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:17, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεόμῑμος Medium diacritics: θεόμιμος Low diacritics: θεόμιμος Capitals: ΘΕΟΜΙΜΟΣ
Transliteration A: theómimos Transliteration B: theomimos Transliteration C: theomimos Beta Code: qeo/mimos

English (LSJ)

ον,

   A imitating God, θ. πρᾶγμα βασιλῄα Diotog. ap. Stob.4.7.62.

German (Pape)

[Seite 1196] Gott nachahmend, Diotog. Stob. flor. 48, 62.

Greek (Liddell-Scott)

θεόμῑμος: -ον, μιμούμενος τὸν θεόν, θεῖος, βασιλεία Διωτογέν. παρὰ Στοβ. 331. 20· - καὶ θεομίμητος, ον, δύναμις Ἐκκλ.

Greek Monolingual

θεόμιμος, -ον (Α)
αυτός που μιμείται θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μιμος (< μίμος), πρβλ. γυναικό-μιμος, παντό-μιμος].