θηλύνους: Difference between revisions

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
(Bailly1_3)
 
(17)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[θηλύνοος]].
|btext=ους, ουν :<br /><i>att. c.</i> [[θηλύνοος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θηλύνους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει γυναικεία μυαλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θηλυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -[[νους]] (<span style="color: red;"><</span> [[νους]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βραδύ</i>-<i>νονς</i>, <i>σύν</i>-[[νους]]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
att. c. θηλύνοος.

Greek Monolingual

θηλύνους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει γυναικεία μυαλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -νους (< νους), πρβλ. βραδύ-νονς, σύν-νους].