θιασώδης: Difference between revisions

From LSJ

λύχνον μεθ᾿ ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων “ἄνθρωπον ζητῶ” → He lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, “I am looking for a human”

Source
(6_7)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θιᾰσώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θιάσῳ, [[ἑορταστικός]], ἀμφίπολοι Βρομίου Νόνν. Δ. 35. 270· ὧραι ὁ αὐτ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 45.
|lstext='''θιᾰσώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] θιάσῳ, [[ἑορταστικός]], ἀμφίπολοι Βρομίου Νόνν. Δ. 35. 270· ὧραι ὁ αὐτ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 45.
}}
{{grml
|mltxt=[[θιασώδης]], -ες (Α) [[θίασος]]<br />αυτός που μοιάζει με θίασο, [[εορταστικός]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῐᾰσώδης Medium diacritics: θιασώδης Low diacritics: θιασώδης Capitals: ΘΙΑΣΩΔΗΣ
Transliteration A: thiasṓdēs Transliteration B: thiasōdēs Transliteration C: thiasodis Beta Code: qiasw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A festive, ἀμφίπολοι Βρομίου Nonn.D. 45.270. -ών, ῶνος, ὁ, meeting-place of a θίασος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1211] ες, von der Art eines Thiasos, festlich, Nonn. D. 45, 270.

Greek (Liddell-Scott)

θιᾰσώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος θιάσῳ, ἑορταστικός, ἀμφίπολοι Βρομίου Νόνν. Δ. 35. 270· ὧραι ὁ αὐτ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 45.

Greek Monolingual

θιασώδης, -ες (Α) θίασος
αυτός που μοιάζει με θίασο, εορταστικός.