θριαμβοδιθύραμβος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
(6_16)
(17)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θριαμβοδιθύραμβος''': -ον, ἐπίθετ. τοῦ Βάκχου, Πρατίνας 1. 18· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ [[διθύραμβος]].
|lstext='''θριαμβοδιθύραμβος''': -ον, ἐπίθετ. τοῦ Βάκχου, Πρατίνας 1. 18· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ [[διθύραμβος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[θριαμβοδιθύραμβος]], -ον (Α)<br /><b>ως κύριο όν.</b> <i>ὁ Θριαμβοδιθύραμβος</i><br />επίθ. του Διονύσου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρίαμβος]] <span style="color: red;">+</span> [[διθύραμβος]].
}}
}}

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῐαμβοδῑθύραμβος Medium diacritics: θριαμβοδιθύραμβος Low diacritics: θριαμβοδιθύραμβος Capitals: ΘΡΙΑΜΒΟΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ
Transliteration A: thriambodithýrambos Transliteration B: thriambodithyrambos Transliteration C: thriamvodithyramvos Beta Code: qriambodiqu/rambos

English (LSJ)

[ῠ], ον, epith. of Bacchus, Pratin.Lyr.1.16.

German (Pape)

[Seite 1218] ὁ, heißt Dionysus bei Pratin. Ath. XIV, 617 f.

Greek (Liddell-Scott)

θριαμβοδιθύραμβος: -ον, ἐπίθετ. τοῦ Βάκχου, Πρατίνας 1. 18· πρβλ. τὸ ἑπόμ. καὶ διθύραμβος.

Greek Monolingual

θριαμβοδιθύραμβος, -ον (Α)
ως κύριο όν. ὁ Θριαμβοδιθύραμβος
επίθ. του Διονύσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίαμβος + διθύραμβος.