θύμβρον: Difference between revisions
From LSJ
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(6_21) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θύμβρον''': τό, = [[θύμβρα]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 2 ([[ἔνθα]] ὁ Schneider ἀμφιβάλλει περὶ τοῦ οὐδετέρου τύπου), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀφ. 253. | |lstext='''θύμβρον''': τό, = [[θύμβρα]], Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 2 ([[ἔνθα]] ὁ Schneider ἀμφιβάλλει περὶ τοῦ οὐδετέρου τύπου), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀφ. 253. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[θύμβρον]], τὸ και θύμβρος, ὁ (Α)<br />[[θύμβρα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,= θύμβρα, Thphr.HP7.1.2, Sch.Ar.Ach.253.
German (Pape)
[Seite 1223] τό, u. θύμβρος, ὁ, v. l. für θύμβρα.
Greek (Liddell-Scott)
θύμβρον: τό, = θύμβρα, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 1, 2 (ἔνθα ὁ Schneider ἀμφιβάλλει περὶ τοῦ οὐδετέρου τύπου), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀφ. 253.