ἱερώσυνος: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
(6_10) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱερώσυνος''': -η, -ον, [[ἱερατικός]]· ἱερώσυνα, τά, τὸ [[μερίδιον]] τοῦ ἱερέως ἐκ θυσίας ἢ ἐκ τῶν προσφερομένων μερῶν, Ἀμειψίας ἐν «Κόννῳ» 3, ἀλλὰ κατὰ τὰ Α. Β. 44, «τὰ τοῖς θεοῖς ἐξαιρούμενα μέρη καὶ θυμιώμενα». | |lstext='''ἱερώσυνος''': -η, -ον, [[ἱερατικός]]· ἱερώσυνα, τά, τὸ [[μερίδιον]] τοῦ ἱερέως ἐκ θυσίας ἢ ἐκ τῶν προσφερομένων μερῶν, Ἀμειψίας ἐν «Κόννῳ» 3, ἀλλὰ κατὰ τὰ Α. Β. 44, «τὰ τοῖς θεοῖς ἐξαιρούμενα μέρη καὶ θυμιώμενα». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱερώσυνος]] και ἱερεώσυνος και ἱερειώσυνος, -ύνη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ιερατικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἱερώσυνα</i><br />α) το [[μερίδιο]] του ιερέα από τα θυσιαζόμενα ζώα<br />β. τα μέρη του θύματος που καίγονταν για τους θεούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ιερός]]. Για το -<i>ω</i>- του τ. <b>βλ. λ.</b> [[ιερωσύνη]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:18, 29 September 2017
English (LSJ)
η, ον, in Att. Inscrr. both ἱερώσ- IG22.1358.15, al. and ἱερεώσ- ib.1356, 1361; ἱερειώσ- ib.1359:—
A priestly: ἱερώσυνα, τά, the parts of a victim which were the priest's perquisites, IG Il.cc., cf. SIG1038.12 (Eleusis, iv/iii B.C.), Amips.7, Phryn.PSp.77 B.
German (Pape)
[Seite 1244] priesterlich; bes. τὰ ἱερώσυνα, der Antheil des Priesters am Opfer u. die den Göttern geweihten Theile des Opferthieres, Ath. IX, 368 e; VLL., bes. B. A. 44, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἱερώσυνος: -η, -ον, ἱερατικός· ἱερώσυνα, τά, τὸ μερίδιον τοῦ ἱερέως ἐκ θυσίας ἢ ἐκ τῶν προσφερομένων μερῶν, Ἀμειψίας ἐν «Κόννῳ» 3, ἀλλὰ κατὰ τὰ Α. Β. 44, «τὰ τοῖς θεοῖς ἐξαιρούμενα μέρη καὶ θυμιώμενα».
Greek Monolingual
ἱερώσυνος και ἱερεώσυνος και ἱερειώσυνος, -ύνη, -ον (Α)
1. ιερατικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἱερώσυνα
α) το μερίδιο του ιερέα από τα θυσιαζόμενα ζώα
β. τα μέρη του θύματος που καίγονταν για τους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερός. Για το -ω- του τ. βλ. λ. ιερωσύνη].