ικτερογόνος: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
(17)
(No difference)

Revision as of 07:18, 29 September 2017

Greek Monolingual

-ο
αυτός που προκαλεί ίκτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος, καπνο-γόνος.