Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ικτερογόνος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

-ο
αυτός που προκαλεί ίκτερο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος + -γονος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυγόνος, καπνογόνος.