ιμονιά: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
(17)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἱμονιά, ἡ (ΑΜ)
1. το σχοινί με το οποίο τραβούν τον κουβά από το πηγάδι
2. μήκος σχοινιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται με τον τ. ἱμάς, -άντος (βλ. ιμάντας), προέρχεται πιθ. από ἵμων (πρβλ. αρχ. σαξων. sĩmo «κορδόνι», αρχ. ινδ. sĭman- «όριο» και ελλ. ιμανήθρη), σχηματισμένο με έρρινο επίθημα (-νιά)].