ιξοφορεύς: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
(17)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

ἰξοφορεύς, -έως, ὁ (Α)
ο αλειμμένος με ιξό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. λιμο-φορεύς, ρηνο-φορεύς.