ιξοφορεύς: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(17) |
(No difference)
|
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(17) |
(No difference)
|
ἰξοφορεύς, -έως, ὁ (Α)
ο αλειμμένος με ιξό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. λιμο-φορεύς, ρηνο-φορεύς.