ἰξοφορεύς
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
-έως, ὁ, limed, δόνακες ἰξοφορῆες AP9.209.
German (Pape)
[Seite 1255] ὁ, = Folgdm, Ep. ad. 397 (IX, 209).
French (Bailly abrégé)
έως;
adj. m.
englué.
Étymologie: ἰξός, φέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἰξοφορεύς: έως adj. m Anth. = ἰξοφόρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἰξοφορεύς: έως, ὁ, ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, δόνακες ἰξοφορῆες, «ἰξόβεργες», Ἀνθ. Π. 9. 209.
Greek Monolingual
ἰξοφορεύς, -έως, ὁ (Α)
ο αλειμμένος με ιξό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. λιμοφορεύς, ρηνοφορεύς.
Greek Monotonic
ἰξοφορεύς: -έως, Επικ. -ῆος, ὁ (φέρω), αλειμμένος με ιξό, σε Ανθ.