ἰξοφορεύς

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰξοφορεύς Medium diacritics: ἰξοφορεύς Low diacritics: ιξοφορεύς Capitals: ΙΞΟΦΟΡΕΥΣ
Transliteration A: ixophoreús Transliteration B: ixophoreus Transliteration C: iksoforeys Beta Code: i)coforeu/s

English (LSJ)

-έως, ὁ, limed, δόνακες ἰξοφορῆες AP9.209.

German (Pape)

[Seite 1255] ὁ, = Folgdm, Ep. ad. 397 (IX, 209).

French (Bailly abrégé)

έως;
adj. m.
englué.
Étymologie: ἰξός, φέρω.

Russian (Dvoretsky)

ἰξοφορεύς: έως adj. m Anth. = ἰξοφόρος.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξοφορεύς: έως, ὁ, ἀληλιμμένος δι’ ἰξοῦ, δόνακες ἰξοφορῆες, «ἰξόβεργες», Ἀνθ. Π. 9. 209.

Greek Monolingual

ἰξοφορεύς, -έως, ὁ (Α)
ο αλειμμένος με ιξό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰξός + φορεύς (< φέρω), πρβλ. λιμοφορεύς, ρηνοφορεύς.

Greek Monotonic

ἰξοφορεύς: -έως, Επικ. -ῆος, ὁ (φέρω), αλειμμένος με ιξό, σε Ανθ.

Middle Liddell

ἰξο-φορεύς, έως, φέρω
limed, Anth.