ἱππηγέτης: Difference between revisions
From LSJ
κύματα θαρσαλέως ποντοπόρει βιότου → the waves of life make bold furrows, travel boldly over the waves of life
(6_19) |
(17) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱππηγέτης''': -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἵππους, «ὁ [[Ποσειδῶν]] παρὰ Δηλίοις» (Σχολ.), Λυκόφρ. 767. | |lstext='''ἱππηγέτης''': -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἵππους, «ὁ [[Ποσειδῶν]] παρὰ Δηλίοις» (Σχολ.), Λυκόφρ. 767. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱππηγέτης]], ὁ (Α)<br />(για τον Ποσειδώνα) αυτός που οδηγεί ίππους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἱππ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡγέτης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ήγοῡμαι</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A driver of horses, of Poseidon, Lyc.767.
German (Pape)
[Seite 1258] ὁ, Rosseführer, -lenker, Poseidon, Lycophr. 767.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππηγέτης: -ου, ὁ, ὁ ὁδηγῶν ἵππους, «ὁ Ποσειδῶν παρὰ Δηλίοις» (Σχολ.), Λυκόφρ. 767.
Greek Monolingual
ἱππηγέτης, ὁ (Α)
(για τον Ποσειδώνα) αυτός που οδηγεί ίππους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + ἡγέτης (< ήγοῡμαι)].