ιπποχάρμης: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
(No difference)
|
Revision as of 07:19, 29 September 2017
Greek Monolingual
ἱπποχάρμης, δωρ. τ. ἱπποχάρμας, ὁ (Α)
ιππιοχάρμης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -χάρμης (< χάρμη < χαίρω), πρβλ. σιδηρο-χάρμης, χαλκο-χάρμης].