ισχιαλγία: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
νευραλγία του ισχιακού νεύρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχιο- + -αλγία (< -αλγής < ἄλγος), πρβλ. κεφαλ-αλγία, μυ-αλγία].