δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
ηνευραλγία του ισχιακού νεύρου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχιο- + -αλγία (< -αλγής < ἄλγος), πρβλ. κεφαλ-αλγία, μυ-αλγία].