ἴφυον: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
(6_12) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἴφυον''': ῑ, τό, [[εἶδος]] βοτάνης, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «[[εἶδος]] ἀγρίου λαχάνου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 910, Ἀποσπ. 473, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 11. | |lstext='''ἴφυον''': ῑ, τό, [[εἶδος]] βοτάνης, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «[[εἶδος]] ἀγρίου λαχάνου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 910, Ἀποσπ. 473, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 11. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἴφυον]], τὸ (Α)<br />([[κατά]] τον Σχολιαστή του <b>Αριστοφ.</b>) [[είδος]] άγριου λάχανου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
[ῑ], τό,
A spike-lavender, Lavandula Spica, Ar.Th.910 (pl.), Fr. 560 (pl.), Epich.161, Thphr.HP6.6.11, 6.8.3.
German (Pape)
[Seite 1275] τό, eine Gemüsepflanze, ἐκ τῶν ἰφύων Ar. Th. 910, Schol. λάχανόν τι ἄγριον.
Greek (Liddell-Scott)
ἴφυον: ῑ, τό, εἶδος βοτάνης, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «εἶδος ἀγρίου λαχάνου», Ἀριστοφ. Θεσμ. 910, Ἀποσπ. 473, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 6, 11.
Greek Monolingual
ἴφυον, τὸ (Α)
(κατά τον Σχολιαστή του Αριστοφ.) είδος άγριου λάχανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].