ἰσχνόπους: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰσχνόπους''': ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχνοὺς πόδας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 464, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Ὁμηρ. λέξ. [[ταναύπους]]. | |lstext='''ἰσχνόπους''': ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχνοὺς πόδας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 464, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Ὁμηρ. λέξ. [[ταναύπους]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἰσχνόπους]], ό, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει λεπτές κνήμες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> [[πούς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:19, 29 September 2017
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A gloss on ταναύποδα, Sch.Od.9.464.
German (Pape)
[Seite 1272] οδος, mit dünnen, schlanken Beinen, Schol. Od. 9, 464.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχνόπους: ποδος, ὁ, ἡ, ἔχων ἰσχνοὺς πόδας, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ι. 464, πρὸς ἑρμηνείαν τῆς Ὁμηρ. λέξ. ταναύπους.
Greek Monolingual
ἰσχνόπους, ό, ἡ (Α)
αυτός που έχει λεπτές κνήμες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + πούς.