κακοβουλία: Difference between revisions
From LSJ
Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht
(6_11) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾰκοβουλία''': ἡ, τὸ κακῶς βουλεύεσθαι, Διογ. Λ. 7. 93, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 11. 3. | |lstext='''κᾰκοβουλία''': ἡ, τὸ κακῶς βουλεύεσθαι, Διογ. Λ. 7. 93, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 11. 3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (AM [[κακοβουλία]]) [[κακόβουλος]]<br />το να [[είναι]] [[κανείς]] [[κακόβουλος]], [[εμπάθεια]], [[μοχθηρία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A ill-advisedness, J.BJ2.11.3, D.L.7.93, Quint.Ps.138(139).20, prob. in POxy.1101.7 (iv A. D.).
German (Pape)
[Seite 1299] ἡ, das Wesen des κακόβουλος, das Schlechtberathensein, schlechter Rath; Ios.; D. L. 7, 93.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰκοβουλία: ἡ, τὸ κακῶς βουλεύεσθαι, Διογ. Λ. 7. 93, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 11. 3.
Greek Monolingual
η (AM κακοβουλία) κακόβουλος
το να είναι κανείς κακόβουλος, εμπάθεια, μοχθηρία.