κακωτής: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
(6_19)
(18)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κακωτής''': -οῦ, [[ἄνθρωπος]] κακοποιός, [[βλαπτικός]], Φίλων 1. 544.
|lstext='''κακωτής''': -οῦ, [[ἄνθρωπος]] κακοποιός, [[βλαπτικός]], Φίλων 1. 544.
}}
{{grml
|mltxt=[[κακωτής]], ο θηλ. [[κακώτρια]] (AM) [[κακώ]]<br />[[κακοποιός]], [[βλαπτικός]].
}}
}}

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κακωτής Medium diacritics: κακωτής Low diacritics: κακωτής Capitals: ΚΑΚΩΤΗΣ
Transliteration A: kakōtḗs Transliteration B: kakōtēs Transliteration C: kakotis Beta Code: kakwth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who ill-treats, oppressor, Ph.1.544, Ptol.Tetr.159; γυναικῶν Vett.Val.49.4.

Greek (Liddell-Scott)

κακωτής: -οῦ, ἄνθρωπος κακοποιός, βλαπτικός, Φίλων 1. 544.

Greek Monolingual

κακωτής, ο θηλ. κακώτρια (AM) κακώ
κακοποιός, βλαπτικός.