καλαΐς: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(18)
(No difference)

Revision as of 07:20, 29 September 2017

Greek Monolingual

καλαΐς, ἡ (Α)
κότα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέθηκε με το καλῶ, δηλ. καλαΐς < καλαFίς «αυτή που καλεί, που φωνάζει» (< καλαFός), πρβλ. αρχ. ινδ. ūsā-kala- «κόκορας» (αυτός που λαλάει, που καλεί νωρίς»). Η υποτεθείσα σύνδεση με τα καλ(λ)άινος, κάλ(λ)αϊς, κάλλαιον δεν φαίνεται πιθανή].