καλλωπιστικός: Difference between revisions
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
(6_10) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καλλωπιστικός''': -ή, -όν, = [[καλλυντήριος]], [[μετὰ]] γεν., Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 23, 14· ἡ καλλωπιστικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καλλωπίζειν, καλλύνειν, Γαλην 14, σ. 766. | |lstext='''καλλωπιστικός''': -ή, -όν, = [[καλλυντήριος]], [[μετὰ]] γεν., Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 23, 14· ἡ καλλωπιστικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ καλλωπίζειν, καλλύνειν, Γαλην 14, σ. 766. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ὁ (Α [[καλλωπιστικός]], -ή, -όν) [[καλλωπιστής]]<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] ή ο [[χρήσιμος]] για καλλωπισμό και [[διακόσμηση]] («καλλωπιστικά φυτά»)<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η καλλωπιστική</i><br />η [[τέχνη]] του καλλωπισμού. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλλωπιστικώς</i> και -<i>ά</i><br />με εξωραϊστικό τρόπο, με καλλωπισμό. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:20, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, = καλλυντήριος, c. gen., Arr.Epict.2.23.14: ἡ -κή (sc. τέχνη) the art of embellishment, Gal.14.766.
German (Pape)
[Seite 1312] ή, όν, zum Putzen, Zieren geschickt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
καλλωπιστικός: -ή, -όν, = καλλυντήριος, μετὰ γεν., Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 23, 14· ἡ καλλωπιστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ καλλωπίζειν, καλλύνειν, Γαλην 14, σ. 766.
Greek Monolingual
-ή, -ὁ (Α καλλωπιστικός, -ή, -όν) καλλωπιστής
1. ο κατάλληλος ή ο χρήσιμος για καλλωπισμό και διακόσμηση («καλλωπιστικά φυτά»)
2. το θηλ. ως ουσ. η καλλωπιστική
η τέχνη του καλλωπισμού.
επίρρ...
καλλωπιστικώς και -ά
με εξωραϊστικό τρόπο, με καλλωπισμό.