καλλωπιστικός

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλωπιστικός Medium diacritics: καλλωπιστικός Low diacritics: καλλωπιστικός Capitals: ΚΑΛΛΩΠΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kallōpistikós Transliteration B: kallōpistikos Transliteration C: kallopistikos Beta Code: kallwpistiko/s

English (LSJ)

καλλωπιστική, καλλωπιστικόν, = καλλυντήριος, c. gen., Arr.Epict.2.23.14: ἡ καλλωπιστική (sc. τέχνη) the art of embellishment, Gal.14.766.

German (Pape)

[Seite 1312] ή, όν, zum Putzen, Zieren geschickt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλωπιστικός: -ή, -όν, = καλλυντήριος, μετὰ γεν., Ἀρρ. Ἐπικτ. 2. 23, 14· ἡ καλλωπιστικὴ (δηλ. τέχνη), ἡ τέχνη τοῦ καλλωπίζειν, καλλύνειν, Γαλην 14, σ. 766.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καλλωπιστικός, -ή, -όν) καλλωπιστής
1. ο κατάλληλος ή ο χρήσιμος για καλλωπισμό και διακόσμηση («καλλωπιστικά φυτά»)
2. το θηλ. ως ουσ. η καλλωπιστική
η τέχνη του καλλωπισμού.
επίρρ...
καλλωπιστικώς και -ά
με εξωραϊστικό τρόπο, με καλλωπισμό.