καινεργάτης: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_19) |
(18) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καινεργάτης''': -ου, ὁ, καινά, θαυμάσια ἐργαζόμενος, ὁ θεὸς Θ. Λάσκ. σ. 767, ἔκδ. Μί. | |lstext='''καινεργάτης''': -ου, ὁ, καινά, θαυμάσια ἐργαζόμενος, ὁ θεὸς Θ. Λάσκ. σ. 767, ἔκδ. Μί. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[καινεργάτης]], ὁ (Μ)<br />(για τον θεό) αυτός που κάνει καινά, θαυμαστά πράγματα («ὁ Θεὸς [[καινεργάτης]]», Θεόδ. Λάσκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> [[ἐργάτης]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:20, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
καινεργάτης: -ου, ὁ, καινά, θαυμάσια ἐργαζόμενος, ὁ θεὸς Θ. Λάσκ. σ. 767, ἔκδ. Μί.
Greek Monolingual
καινεργάτης, ὁ (Μ)
(για τον θεό) αυτός που κάνει καινά, θαυμαστά πράγματα («ὁ Θεὸς καινεργάτης», Θεόδ. Λάσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + ἐργάτης.