καλλίμαχος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
(6_17)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλίμᾰχος''': -ον, ὁ [[καλῶς]] καὶ γενναίως μαχόμενος, Λιβάν. 1. 616.
|lstext='''καλλίμᾰχος''': -ον, ὁ [[καλῶς]] καὶ γενναίως μαχόμενος, Λιβάν. 1. 616.
}}
{{grml
|mltxt=[[καλλίμαχος]], -ον (AM)<br />αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται γενναία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αξιό</i>-<i>μαχος</i>, <i>φιλό</i>-<i>μαχος</i>).
}}
}}

Revision as of 07:21, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίμᾰχος Medium diacritics: καλλίμαχος Low diacritics: καλλίμαχος Capitals: ΚΑΛΛΙΜΑΧΟΣ
Transliteration A: kallímachos Transliteration B: kallimachos Transliteration C: kallimachos Beta Code: kalli/maxos

English (LSJ)

ον,

   A fighting nobly, Lib.Or.18.280 (sed fort. pr. n.).

German (Pape)

[Seite 1310] schön kämpfend, Liban.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίμᾰχος: -ον, ὁ καλῶς καὶ γενναίως μαχόμενος, Λιβάν. 1. 616.

Greek Monolingual

καλλίμαχος, -ον (AM)
αυτός που μάχεται, που αγωνίζεται γενναία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. αξιό-μαχος, φιλό-μαχος).