καλοπόδιον: Difference between revisions
From LSJ
πόλεώς ἐστι θάνατος, ἀνάστατον γενέσθαι → for a city destruction is like death
(6_21) |
(18) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κᾱλοπόδιον''': τό, Γαλην. 6. σ. 364, ἴδε καλάπους. | |lstext='''κᾱλοπόδιον''': τό, Γαλην. 6. σ. 364, ἴδε καλάπους. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=καλοπόδι(ον), τὸ (AM)<br />[[καλαπόδι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[καλαπόδι]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:21, 29 September 2017
English (LSJ)
τό,
A = καλάπους, Gal.6.364 (v.l.), Suid.:—hence κᾱλοποδάριαι φόρμαι lasts, Edict.Diocl.9.1.
German (Pape)
[Seite 1313] τό, dim. von καλόπους, VLL., v. l. καλαπόδιον.
Greek (Liddell-Scott)
κᾱλοπόδιον: τό, Γαλην. 6. σ. 364, ἴδε καλάπους.