καπνούμαι: Difference between revisions
From LSJ
(19) |
(No difference)
|
Revision as of 07:21, 29 September 2017
Greek Monolingual
καπνοῡμαι, -όομαι (Α) καπνός
μεταβάλλομαι σε καπνό.
(19) |
(No difference)
|
καπνοῡμαι, -όομαι (Α) καπνός
μεταβάλλομαι σε καπνό.